χόνδρος

χόνδρος
I
Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος.
II
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας.
* * *
ο, ΝΜΑ
ανατ. ανάγγειος, ανθεκτικός και ελαστικός ιστός, ο οποίος αποτελεί τον σκελετό τού εμβρύου πριν από την εμφάνιση τών οστών και διατηρείται στον ενήλικο σε ορισμένες μόνο περιοχές τού σώματος
νεοελλ.
1. (αστρον.-ορυκτ.) καθένα από τα μικρά σφαιρικού σχήματος σωματίδια που είναι ενσωματωμένα στους χονδρίτες, μια αρκετά διαδεδομένη κατηγορία λιθομετεωριτών
2. βοτ. γένος ροδοφυκών
3. φρ. «συζευκτικός χόνδρος»
ανατ. βλ. συζευκτικός
μσν.-αρχ.
1. κάθε σφαιροειδές τεμάχιο πράγματος, κόκκος («λιβανωτοῡ χόνδρους τέσσαρας», Λουκιαν.)
2. χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι, μπληγούρι («ὁ χόνδρος πλεῑον ὕδωρ δέχεται ἤ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῡτος ἐγένετο χόνδρος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ζωμός παρασκευασμένος από χοντρό αλεύρι
2. νέο και τρυφερό ακόμη κέρατο, ιδίως τού ελαφιού («πρὶν τοὺς καλουμένους χόνδρους λαβεῑν», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ουσ. χόνδρος και το επίθ. χονδρός πρέπει να αναχθούν στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghren-dh- «τρίβω, θρυμματίζω» (πρβλ. λατ. frendo «τρίβω, συντρίβω», αρχ. αγγλ. grindan «τρίβω», αγγλ. grind «αλέθω, κοπανίζω») και έχουν σχηματιστεί, μέσω ενός τ. *χρονδ-ρος (με επίθημα -ρος), με ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου -ρ-. Το κλειστό -δ- τού ελλ. τ. αντί τού δασέος -dh- τής ρίζας, οφείλεται σε αποδάσυνση, λόγω τής υπάρξεως τού προηγούμενου έρρινου συμφώνου, όπως συμβαίνει και σε άλλες ελλ. λ. (πρβλ. θρόμβος* < ρίζα *dhrom-bh-) και δεν θεωρείται απαραίτητο να υποτεθεί για τον ελλ. τ. μια μορφή ρίζας *ghren-d- με διαφορετική παρέκταση *-d- (αντί τού *-dh-) τής αρχικής ρίζας *ghren-. Εξάλλου, προβλήματα γεννά και ο καθορισμός τής σχέσης τών λ. χόνδρος και χονδρός. Κατά μία άποψη, αρχικός τ. είναι το επίθ. χονδρός, από τον οποίο προήλθε ως ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό τού τόνου το ουσ. χόνδρος, ενώ, κατ' άλλη αντίθετη άποψη, το επίθ. χονδρός προήλθε από το ουσ. με καταβιβασμό τού τόνου, κατά τα επίθ. σε -ρος (πρβλ. ψυχ-ρός). Εκτός από την άποψη αυτή, έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η λ. χόνδρος συνδέεται με τη λ. χέραδος* «άμμος, χαλίκι» και έχει προέλθει από αρχικό τ. *χορδ-ρος με ανομοίωση τού -ρ- σε -ν- (για τη σχέση τών θ. χεραδ- και χορδ-, πρβλ. πιθ. τα θ. τελα-: τολ- τώνλ. τελαμών, τόλμη). Τέλος, η λ. έχει θεωρηθεί από ορισμένους μελετητές ως δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ,, τον τ. τής Ουγκαριτικής hndrf «είδος σιτηρού», το οποίο όμως από άλλους μελετητές θεωρείται δάνειο από την Ελληνική)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χονδρός — granular masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόνδρος — granule masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χόνδρος — ο ζωικός ιστός τραχύς και ελαστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χονδρά — χονδρός granular neut nom/voc/acc pl χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc/acc dual χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρῶν — χονδρός granular fem gen pl χονδρός granular masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρόν — χονδρός granular masc acc sg χονδρός granular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδραί — χονδρός granular fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδροῖς — χονδρός granular masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδροί — χονδρός granular masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”